λαχούρι

λαχούρι
το
-ιού
1. λεπτό μεταξωτό ύφασμα που πήρε την ονομασία του από την πόλη Λαχόρη της Ινδίας.
2. χαρακτηριστικό μοτίβο πάνω σε ύφασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαχούρι — το 1. είδος λεπτού μεταξωτού αργυροχρυσοκέντητου υφάσματος 2. συνεκδ. το χαρακτηριστικό σχέδιο το οποίο υπάρχει στην ύφανση τού υφάσματος αυτού 3. σάλι ή πέπλο γυναικών κατασκευασμένο με τέτοιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lahuri < κύριο όν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”